ὁποσάκις

ὁποσάκις
ὁποσάκις
as many times as . .
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οποσάκις — (Α ὁποσάκις, αιολ. τ. ὁποσσάκιν και κατά δ. γρφ. και ανάγν. ὁππόσσακιν) (αναφ. επίρρ.) 1. οσάκις, όσες φορές («ἀεὶ τοῡτο ποιεῑτε; ὁποσάκις, ἔφη, δειπνοποιούμεθα», Ξεν.) 2. (με το μόριο αν και με υποτ.) όσες φορές και αν («καὶ τοῡτο ἐξεῑναι ποιεῑν …   Dictionary of Greek

  • οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”